Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άσφαιρος
1 item total
άσφαιρος -η -ο [ásferos] Ε5 : που δεν έχει σφαίρα, βλήμα. ANT ένσφαιρος: Άσφαιρα φυσίγγια. || που γίνεται με άσφαιρα φυσίγγια: Άσφαιρη βολή. Στρατιωτικές ασκήσεις με άσφαιρα πυρά.

[λόγ. α- 1 σφαίρ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go