Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άστρωτος -η -ο [ástrotos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν στρώσει, που δεν είναι στρωμένος. α. που δεν τον έχουν απλώσει ως κάλυμμα πάνω σε μια επιφάνεια: Άστρωτο χαλί / τραπεζομάντιλο. || Άστρωτα πλακάκια, που δεν τα έχουν επιστρώσει. β. που δε σκέπασαν την επιφάνειά του με κτ.: Άστρωτο κρεβάτι, ξέστρωτο. Άστρωτο τραπέζι, χωρίς τραπεζομάντιλο ή τα απαραίτητα πιάτα και μαχαιροπίρουνα, που δεν είναι έτοιμο για το γεύμα. Άστρωτο δωμάτιο / σπίτι, συνήθ. όταν δεν έχουν στρωθεί τα χαλιά. ~ δρόμος, που δεν είναι στρωμένος με άσφαλτο, άμμο ή χαλίκι. 2. που δεν έχει στρώσειII3, του οποίου η λειτουργία δεν έφτασε σε ομαλή ή επιθυμητή κατάσταση: Άστρωτη μηχανή.
άστρωτα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [αρχ. ἄστρωτος `χωρίς στρωσίδια΄]