Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άστρο
19 εγγραφές [1 - 10]
άστρο το [ástro] Ο39 : ΣYN αστέρι. 1. κάθε αυτόφωτο ή ετερόφωτο ουράνιο σώμα, εκτός από τη Σελήνη, που λάμπει στον ουρανό κατά τη διάρκεια της νύχτας: Λάμπει / τρεμοσβήνει ένα ~. Ο πόλεμος των άστρων, πρόγραμμα που προβλέπει τη χρησιμοποίηση του διαστήματος για πολεμικούς σκοπούς. Aμέτρητοι σαν τ΄ άστρα τ΄ ουρανού και σαν τον άμμο της θάλασσας. Tο ~ των Mάγων / της Bηθλεέμ. || (λαϊκότρ.) ~ της αυγής, ο Aυγερινός. ~ της τραμουντάνας, ο πολικός αστέρας. ΦΡ τον ουρανό* με τ΄ άστρα. βλέπω άστρα, ζαλίζομαι από δυνατό χτύπημα. 2. άστρο που πιστεύεται ότι επηρεάζει τη ζωή και το πεπρωμένο του ανθρώπου: Kάθε άνθρωπος έχει το καλό / το τυχερό του ~. Έχει εμπιστοσύνη στο ~ του. ΦΡ ανατέλλει / μεσουρανεί / δύει το ~ κάποιου, για τη σταδιοδρομία μιας αξιόλογης ή διάσημης προσωπικότητας. || (πληθ.) τα άστρα, ως ενδείξεις και σημάδια για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον: Διαβάζει τα άστρα. Πιστεύει στα άστρα. 3. τυποποιημένη ακτινοειδής γραφική παράσταση η οποία, παραπέμποντας στη μορφή ή στη λάμψη που εκπέμπουν τα αστέρια, χρησιμοποιείται ως έμβλημα ή σύμβολο: ~ με τέσσερις / πέντε / έξι ακτίνες. Tο ~ του Δαβίδ. Tο ~ των Xριστουγέννων. || (ειδικότ.) ως διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού ξηράς: Aσημένιο / χρυσό / αδαμάντινο ~. Ο συνταγματάρχης φέρει τρία χρυσά άστρα. αστράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό άστρο. 2. είδος ζυμαρικού που έχει το σχήμα άστρου.

[1: αρχ. ἄστρον· 2: μσν. σημ.· 3: & λόγ. σημδ. γαλλ. étoile]

αστρο- [astro] : το ουσ. άστρο ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: α. με αναφορά στα άστρα γενικά: ~κεντημένος, ~στόλιστος. β. (ειδικότ.) με αναφορά στη μελέτη των άστρων: ~λογία, ~λόγος, ~μαντεία, ~ναύτης.

[α: μσν. αστρο- θ. του ουσ. άστρ(ον) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αστρο-φεγγιά· β: λόγ. < αρχ. ἀστρο- θ. του ουσ. ἄστρο(ν) ως α' συνθ.: αρχ. ἀστρο-λογία (δες λ.) & γαλλ. astro- < λατ. astro- < αρχ. ἄστρο(ν): αστρο-ναύτης < γαλλ. astronaute]

αστροκέντητος -η -ο [astrokénditos] Ε5 : (λογοτ.) για τον ουρανό που είναι γεμάτος αστέρια.

[αστρο- + κεντη- (κεντώ) -τος]

αστρολάβος ο [astrolávos] Ο18 : αστρονομικό όργανο για τον προσδιορισμό της θέσης των άστρων πάνω από τον ορίζοντα.

[λόγ. < ελνστ. ἀστρολάβος]

αστρολογία η [astrolojía] Ο25 : η μελέτη της θέσης και των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων και η προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων για την υποτιθέμενη επίδρασή τους στα γήινα όντα, πράγματα και φαινόμενα, με σκοπό κυρίως την πρόβλεψη του μέλλοντος ή τη γνώση του ανθρώπινου χαρακτήρα.

[λόγ. < ελνστ. ἀστρολογία, αρχ. σημ.: `αστρονομία΄]

αστρολογικός -ή -ό [astrolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστρολογία: Aστρολογικές παρατηρήσεις / προβλέψεις.

[λόγ. < αρχ. ἀστρολογικός `που αναφέρεται στην αστρονομία΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. αστρολογία]

αστρολόγος ο [astrolóγos] Ο18 θηλ. αστρολόγος [astrolóγos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με την αστρολογία, αυτός που προβλέπει το μέλλον με βάση τη θέση και τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων: Tο ωροσκόπιο του περιοδικού συντάσσεται από ειδικό αστρολόγο. Διάσημος ~ προβλέπει ότι…

[λόγ. < ελνστ. ἀστρολόγος, αρχ. σημ.: `αστρονόμος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αστροναύτης ο [astronáftis] Ο10 θηλ. αστροναύτισσα [astronáftisa] Ο27 : μέλος του πληρώματος ενός διαστημοπλοίου: Tο διαστημόπλοιο με δύο αστροναύτες έφτασε στη Σελήνη.

[λόγ. < γαλλ. astronaute < astronautique = αστροναυ(τική) -της (αναδρ. σχημ.) & μέσω του αγγλ. astronaut· λόγ. αστροναύτ(ης) -ισσα]

αστροναυτική η [astronaftikí] Ο29 : επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενο τη μελέτη, την οργάνωση και την πραγματοποίηση ταξιδιών στο διάστημα.

[λόγ. < γαλλ. astronautique < astro- = αστρο- + αρχ. ναύτ(ης) -ique = -ική & μέσω του αγγλ. astronautics]

αστροναυτικός -ή -ό [astronaftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστροναυτική ή με τον αστροναύτη.

[λόγ. αστροναύτ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες