Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άστεγος -η -ο [ásteγos] Ε5 : 1.για κπ. που δεν έχει στέγη, κατοικία, που ζει σε πρόχειρα καταλύματα: Πολλές οικογένειες έμειναν άστεγες εξαιτίας των σεισμών. || που δεν έχει ιδιόκτητη κατοικία: Θα δοθούν δάνεια σε άστεγους εργατοϋπαλλήλους. || (ως ουσ.) ο άστεγος: Mε τα καινούρια κυβερνητικά προγράμματα θα δοθεί στέγη σε εκατοντάδες αστέγους. 2. (μτφ.) για κπ. που δεν είναι οργανωμένος οπαδός ή στέλεχος κάποιου κόμματος ή που δεν υιοθετεί κάποια πολιτική ιδεολογία: Mετά την αποχώρησή του από το κόμμα έμεινε ~. Πολίτες ιδεολογικά / πολιτικά / κομματικά άστεγοι.
[λόγ. < ελνστ. ἄστεγος (στη σημ. 1)]