Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπρο
20 εγγραφές [1 - 10]
άσπρο το [áspro] Ο39 : (ιστ.) βυζαντινό και τουρκικό νόμισμα μικρής αξίας. || (παρωχ., πληθ.) χρήματα, περιουσία.

[μσν. άσπρο(ν) (“άσπρο νόμισμα”) `νόμισμα μικρής αξίας΄ < πληθ. άσπρα < λατ. aspra `πρόσφατα νομίσματα΄ (“ακόμη τραχιά στην αφή”) < aspera ουδ. πληθ. του nummus asper (asper `τραχύς΄)]

ασπρο- [aspro] & ασπρό- [aspró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ασπρ- [aspr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό: I. σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του άσπρου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κίτρινος, ασπρόμαυρος, ~κόκκινος, άσπρος και κίτρινος, άσπρος και μαύρος / κιτρινόασπρος, μαυρόασπρος κτλ.· ~γάλαζος, άσπρος και γαλάζιος· (πρβ. γαλανόλευκος). 2. με αναφορά στα άσπρα ρούχα: ~ντυμένος, λευκοντυμένος. || ασπρόρουχα, με αναφορά στα άσπρα εσώρουχα ή στα άσπρα υφασμάτινα είδη του νοικοκυριού ή και γενικά σε απλή αντιδιαστολή προς τα χρωματιστά ρούχα του νοικοκυριού. 3. (σε κτητικά σύνθετα) χαρακτηρίζει αυτόν που έχει άσπρο το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γένης, ~μάλλης, ~χέρης. 4. στην κοινή ονομασία φυτών: ασπράγκαθο, ~λούλουδο, ασπρόξυλο. II. σε παρασύνθετες λέξεις: Aσπροθαλασσίτης σε αντιδιαστολή προς το Mαυροθαλασσίτης.

[μσν. ασπρο- θ. του επιθ. άσπρ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ασπρο-γένης, ασπρο-κόκκινος, ασπρο-φορώ]

ασπρογάλανος -η -ο [asproγálanos] Ε5 : που είναι άσπρος και γαλανός: Ο ~ ουρανός.

[ασπρο- + γαλαν(ός) -ος]

ασπρογένης ο [asprojénis] Ο11 : αυτός που έχει άσπρα γένια. || (ως επίθ.): Ένας ~ ναυτικός.

[μσν. ασπρογένης < ασπρο- + γέν(ι) -ης]

Aσπροθαλασσίτης ο [asproθalasítis] Ο10 θηλ. Aσπροθαλασσίτισσα [asproθalasítisa] Ο27α : Aιγαιοπελαγίτης.

[Aσπροθαλάσσ(ι) (< Άσπρ(η) -ο- + θάλασσ(α) -ι μτφρδ. τουρκ. Akdeniz) -ίτης· Aσπροθαλασσίτ(ης) -ισσα]

ασπροθαλασσίτικος -η -ο [asproθalasítikos] Ε5 : αιγαιοπελαγίτικος.

[Aσπροθαλασσίτ(ης) -ικος]

ασπροκέντημα το [asprokéndima] Ο49 : κέντημα με άσπρη κλωστή σε άσπρο ύφασμα.

[ασπρο- + κέντημα]

ασπροκέντι το [asprokéndi] Ο44α : είδος βελονιάς που γίνεται με άσπρη κλωστή. || ασπροκέντημα.

[ασπρο- + κεντ(ώ) -ι]

ασπρολούλουδο το [asprolúluδo] Ο41 : κοινή ονομασία για φυτά που έχουν άσπρα λουλούδια.

[ασπρο- + λουλούδ(ι) -ο]

ασπρομάλλης -α -ικο [aspromális] Ε9 : που έχει άσπρα μαλλιά: Ένας ~ γέρος. || (ως ουσ.) ο ασπρομάλλης: Οι ασπρομάλληδες φαίνονται μεγαλύτεροι στην ηλικία από όσο είναι.

[ασπρο- + -μάλλης]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες