Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπρισμα
1 εγγραφή
άσπρισμα το [ásprizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ασπρίζω. 1. λεύκανση: Tο ~ των ρούχων / των μαλλιών. 2. ασβέστωμα και με επέκταση βάψιμο με άλλο υλικό: Οι τοίχοι θέλουν ~. Έχω ασπρίσματα, είμαι απασχολημένος με το άσπρισμα.

[ασπρισ- (ασπρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες