Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άσπερμος -η -ο [áspermos] Ε5 : (βοτ.) για καρπό που δεν περιέχει σπέρματα (σπόρους): Άσπερμα μανταρίνια.
[λόγ. < αρχ. ἄσπερμος `που δε διαθέτει σπέρμα΄ σημδ. γαλλ. asperme (στη νέα σημ.) < αρχ. ἄσπερμος]