Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσκαφτος
1 εγγραφή
άσκαφτος -η -ο [áskaftos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν σκάψει. ANT σκαμμένος: Άσκαφτο αμπέλι / χωράφι.

[α- 1 σκαπ- (σκάβω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] (πρβ. ελνστ. ἄσκαφος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες