Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άσιγμος -η -ο [ásiγmos] Ε5 : (γραμμ.) ~ αόριστος, που τελειώνει στο α' ενικό πρόσωπο σε -α και όχι σε -σα, π.χ. έπλυνα, έφυγα. ANT σιγματικός.
[λόγ. < ελνστ. ἄσιγμος (για ωδή χωρίς το γράμμα σίγμα) σημδ. γερμ. asigmatisch]