Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άσαρκος
1 item total
άσαρκος -η -ο [ásarkos] Ε5 : πολύ αδύνατος, οστεώδης: Tο άσαρκο σώμα του. Tα άσαρκα χέρια του.

[λόγ. < αρχ. ἄσαρκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go