Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άρτυμα
1 item total
άρτυμα το [ártima] Ο49 : 1.καθετί που προστίθεται στο φαγητό για να το νοστιμίσει· καρύκευμα: Tο αλάτι και το πιπέρι είναι τα πιο συνηθισμένα αρτύματα. 2. φαγητό που δεν είναι νηστίσιμο.

[αρχ. ἄρτυμα (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go