Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άρρην
1 item total
άρρην -ην -εν [árin] Ε γεν. άρρενος, πληθ. αρσ. και θηλ. άρρενες, ουδ. άρρενα, γεν. αρρένων : (λόγ.) ο αρσενικός: Άρρενα τέκνα. Φύλο άρρεν. Άρρενα άνθη, που φέρουν μόνο στήμονες. || (ως ουσ.): Γυμνάσιο / λύκειο αρρένων.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) ἄρρην]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go