Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άρπαγμα
1 item total
άρπαγμα το [árpaγma] Ο49 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρπάζω· αρπαγή. 2. (μτφ.) η συμπλοκή, το τσάκωμα.

[ελνστ. ἅρπαγμα `λεία΄ κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go