Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άρπαγας
1 item total
άρπαγας ο [árpaγas] Ο5 : αυτός που αρπάζει κτ. με ενέργειες που τις χαρακτηρίζει η βία ή / και η απληστία.

[λόγ. < αρχ. ἅρπαξ, αιτ. -αγα (πρβ. μσν. άρπαγας)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go