Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άροτρο
1 εγγραφή
άροτρο το [árotro] Ο42 : το αλέτρι: Mηχανικό / μηχανοκίνητο ~.

[λόγ. < αρχ. ἄροτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες