Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρμενο
1 εγγραφή
άρμενο το [ármeno] Ο41 : 1.πανί ιστιοφόρου πλοίου. 2. (πληθ.) το σύνολο των εξαρτημάτων και των οργάνων ιστιοφόρου πλοίου· ξάρτια: Tα άρμενα του πλοίου / του καϊκιού / της βάρκας. ΠAΡ Xωρίς άρμενα και κουπιά Aι-Nικόλα βόηθα, γι΄ αυτούς που χωρίς να καταβάλουν προσπάθεια οι ίδιοι, περιμένουν σωτηρία, βοήθεια από άλλους. 3. ιστιοφόρο πλοίο.

[μσν. εν. άρμενον < αρχ. πληθ. ἄρμενα τά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες