Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άρειος
2 items total [1 - 2]
Άρειος ο [ários] Ο20α : φανταστικός κάτοικος του πλανήτη Άρη· Aρειανός.

[λόγ. < αρχ. Ἄρειος `αφοσιωμένος στο θεό Άρη, πολεμικός΄ σημδ. γαλλ. Martien & αγγλ. Martian κατά το όν. του πλανήτη Άρη]

Άρειος -α -ο [ários] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο θεό Άρη· μόνο στο ~ Πάγος: α. ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο που λειτουργεί σήμερα στην Ελλάδα. || ο χώρος όπου στεγάζεται αυτό το δικαστήριο. β. (ιστ.) ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Aθήνας.

[λόγ. < αρχ. Ἄρειος πάγος (αρχική σημ.: λόφος αφιερωμένος στο θεό Άρη)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go