Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άραγμα
1 εγγραφή
άραγμα το [áraγma] Ο49 : 1.το αγκυροβόλημα, η στάθμευση του πλοίου. 2. (μτφ., για πρόσ.) ανάπαυση, καθισιό, τεμπελιά: Bρήκα ένα ωραίο μέρος για ~.

[αρακ- (αράζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] (διαφ. το αρχ. συγγ. ἄραγμα `χτύπημα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες