Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άπραγος
1 item total
άπραγος -η -ο [ápraγos] Ε5 : που δεν έχει πείρα της ζωής, που είναι άπειρος και αθώος: Είναι ακόμα ένα άπραγο παιδί. || που δείχνει απειρία και αθωότητα: H μικρή τον κοίταξε με ένα άπραγο βλέμμα.

[ελνστ. ἄπραγος `μάταιος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go