Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άπατρις ο [ápatris] Ο γεν. απάτριδος, πληθ. απάτριδες, γεν. απάτριδων : (λόγ.) που δεν έχει πατρίδα, συνήθ. ως χαρακτηρισμός του ανθρώπου που δρα αντίθετα στα συμφέροντα της πατρίδας του.
[λόγ. < μσν. άπατρις < α- 1 πατρ(ίς) -ις]



