Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άντες
3 εγγραφές [1 - 3]
άντες [ádes] επιφ. : (λαϊκότρ.) άντε. || (ειρ.): Kαλέ ~!, καλέ τι μας λες!

[< άντε με προσθήκη αναλ. προς τα δες, πες]

αντέστε [adéste] & άντεστε [ádeste] επιφ. : (λαϊκότρ.) άντε, για παρακίνηση, προτροπή που απευθύνεται σε περισσότερα από ένα άτομα.

[< άντε κατά το δέστε (προστ. του βλέπω)· μετακ. τόνου κατά τον τον. του άντε]

αντεστραμμένος -η -ο [andestraménos] Ε3 : που τον έχουν αντιστρέψει, που είναι στραμμένος από την άλλη πλευρά.

[λόγ. < αρχ. ἀντεστραμμένος μππ. του ἀντιστρέφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες