Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άμπακας
1 item total
άμπακας ο [ábakas] Ο5 & άμπακος ο [ábakos] Ο20 : στη ΦΡ τρώω τον άμπακα, τρώω υπερβολικά· ΣYN ΦΡ τρώω τον αγλέουρα / τον περίδρομο.

[< άμπακος `σχολική πλάκα (που είχε στρωμένη άμμο για γράψιμο)΄, κατ΄ επέκτ.: “πολύ σαν την άμμο” αντδ. < ιταλ. abbaco < λατ. abacus < αρχ. ἀβακ- (ἄβαξ δες άβακας) και μεταπλ. άμπακ(ος) -ας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go