Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άλυτος
1 item total
άλυτος -η -ο [álitos] Ε5 : που δεν τον έλυσαν ή που δεν μπορούν να τον λύσουν. 1α. που είναι δεμένος. ANT λυτός: ~ κόμπος. Άλυτο σκοινί / κορδόνι παπουτσιού. β. που δε βρέθηκε η λύση του με διάφορους υπολογισμούς: Άλυτο αίνιγμα / πρόβλημα. 2. που εξακολουθεί να υπάρχει ή να ισχύει: ~ αφορισμός. Άλυτη κατάρα / διαφορά.

[αρχ. ἄλυτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go