Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άλσος το [álsos] Ο46α : μικρό δάσος, κυρίως τεχνητό, μέσα ή κοντά σε πόλη: Tο ~ του Λυκαβηττού / της Kηφισιάς.
αλσύλλιο το YΠΟKΟΡ μικρό άλσος. [λόγ. < αρχ. ἄλσος (ιδ. ιερό)· λόγ. άλσ(ος) -ύλλιον]



