Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλας
3 εγγραφές [1 - 3]
άλας το [álas] Ο51 : 1.(λόγ.) αλάτι, χλωριούχο νάτριο: Mονοπώλιο άλατος. ΦΡ (μένω) στήλη* άλατος. το ~ της γης, η δύναμη που προφυλάσσει. 2. (χημ.) κατηγορία χημικών ενώσεων που έχουν εξωτερικές ομοιότητες (διαλυτότητα, γεύση) με το αλάτι (χλωριούχο νάτριο) και αποτελούν μία από τις βασικές κατηγορίες των ενώσεων της ανόργανης χημείας: Tα άλατα είναι γενικά κρυσταλλικά σώματα, ευδιάλυτα ή δυσδιάλυτα στο νερό και διακρίνονται σε ουδέτερα, όξινα και βασικά. 3. (πληθ.) τα άλατα που συσσωρεύονται στις αρθρώσεις του οργανισμού μας και προκαλούν πόνο ή δυσκαμψία: Έχω άλατα στη σπονδυλική στήλη. || τα άλατα που περιέχει το νερό και συσσωρεύονται οπουδήποτε. || αρωματικά άλατα μπάνιου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἅλας· 2, 3: σημδ. γερμ. Salz ή γαλλ. sel]

αλασκάριστος -η -ο [alaskáristos] Ε5 : που δεν τον έχει λασκάρει κάποιος, δεν τον έχουν χαλαρώσει· αχαλάρωτος, τεντωμένος. ANT λασκαρισμένος: Άφησε αλασκάριστο το σκοινί της βάρκας.

[α- 1 λασκαρισ- (λασκάρω) -τος]

αλάσπωτος -η -ο [aláspotos] Ε5 : α.που δεν τον έχει επιχρίσει κάποιος με λάσπη, κονίαμα: Ο τοίχος είναι ~ ακόμη. β. που δε λερώθηκε με λάσπη. ANT λασπωμένος: Aλάσπωτα παπούτσια. γ. (μτφ.) ασπίλωτος.

[α- 1 λασπώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες