Dictionary of Standard Modern Greek
| 6 items total [1 - 6] | << First < Previous Next > Last >> |
- άκρος -α -ο [ákros] Ε4 : α.που φτάνει στον ανώτατο βαθμό· απόλυτος: Άκρα σιωπή. Άκρα γαλήνη. β. που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια· υπερβολικός: Άκρα φιλοδοξία. || ακραίος: Άκρα δεξιά / αριστερά, ακροδεξιά / ακροαριστερά. Άκρος δεξιός / αριστερός, ακροδεξιός / ακροαριστερός· (πρβ. εξτρεμιστής). ΦΡ το άκρον άωτον*.
(λόγ.) άκρως ΕΠIΡΡ στον ύψιστο βαθμό· στο έπακρο, εντελώς, τελείως: ~ αντίθετοι χαρακτήρες. ~ τυπικές σχέσεις. Έγγραφο ~ απόρρητο. [λόγ.: α: αρχ. ἄκρος· β: σημδ. γαλλ. extrême· λόγ. < αρχ. ἄκρως]
- ακροστασία η [akrostasía] Ο25 : (γυμν.) άσκηση κατά την οποία το σώμα σηκώνεται αργά στηριζόμενο στα δάχτυλα των ποδιών.
[λόγ. ακρο- 3 + στάσ(ις) -ία]
- ακροστιχίδα η [akrostixíδa] Ο26 : στιχουργικό παιχνίδι, σειρά στίχων ή στροφών που τα αρχικά τους γράμματα (συλλαβές ή λέξεις) είναι τακτοποιημένα ή σε αλφαβητική σειρά ή έτσι που να σχηματίζουν λέξη ή φράση: Οι αλφαβητικές ακροστιχίδες είναι γνωστές με το όνομα “αλφάβητος”. H ~ είναι ένα απλό στιχουργικό παιχνίδι χωρίς αισθητική αξία.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροστιχίς, αιτ. -ίδα]
- ακρόστιχο το [akróstixo] Ο42 : α.(εκκλ.) επιφώνηση στο τέλος ύμνων (αμήν, αλληλούια κτλ.). β. ακροστιχίδα. γ. (ιστ.) κτηματικός φόρος στο Bυζάντιο και στην Tουρκοκρατία.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. τά ἀκρόστιχα]
- ακροστόλιο το [akrostólio] Ο42 : (λόγ.) ακρόπρωρο.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροστόλιον]
- ακροσφαλής -ής -ές [akrosfalís] Ε10 : (λόγ.) λίγο ή ελάχιστα ασφαλής· επισφαλής, επίφοβος: ~ υγεία / θέση.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροσφαλής]



