Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άθαφτος -η -ο [áθaftos] Ε5 : (για νεκρό) που δεν τον έθαψαν ή δεν τον κήδεψαν· άταφος: Γύρισαν πίσω στο πεδίο της μάχης, για να μην αφήσουν άθαφτους τους νεκρούς τους.
[μσν. άθαφτος < αρχ. ἄθαπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]