Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άδηλος -η -ο [áδilos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι φανερό. 1. (λόγ.) που είναι αβέβαιο και απρόβλεπτο: Tο μέλλον είναι άδηλο. Είναι άδηλη η έκβαση του αγώνα. || Είναι άδηλο πού θα καταλήξει αυτή η υπόθεση. Είναι άδηλο πότε θα έρθει. (λόγ. έκφρ.) άδηλον και κρύφιον, για κτ. που δε γνωρίζουμε ούτε μπορούμε να το υποθέσουμε: Είναι άδηλον και κρύφιον, πού τα βρίσκει τα λεφτά. 2α. (οικον.) Άδηλοι πόροι*. β. (φυσιολ.) Άδηλη αναπνοή*.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄδηλος· 2α: σημδ. αγγλ. invisible· 2β: σημδ. γαλλ. insensible]



