Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άδεντρος
1 εγγραφή
άδενδρος -η -ο [áδenδros] & άδεντρος -η -ο [áδendros] Ε5 : για έκταση που δεν έχει δέντρα, που είναι γυμνή από δέντρα: ~ και άξενος τόπος. Οι πλαγιές του βουνού ήταν άδεντρες.

[-ντρ-: ελνστ. ἄδενδρος (προφ. [nd], δες Δ)· -νδρ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες