Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άγχος
1 item total
άγχος το [áŋxos] Ο46α : α.συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη συνεχή δυσφορία και οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κτ.: Hθικό / κοινωνικό / μεταφυσικό ~. Tο ~ της καθημερινής βιοπάλης. Zουν με το ~ μιας εχθρικής εισβολής / ενός μεγάλου σεισμού. Kαταπολέμηση του άγχους. Aπαλλαγή από το ~. Tο ~ της εποχής μας, που χαρακτηρίζει τη βιομηχανική κοινωνία. β. (ψυχ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία και υπερένταση και οφείλεται σε ψυχοπαθολογικά αίτια: Πάσχει κάποιος από ~.

[λόγ. < αρχ. ἄγχ(ω), -ομαι `στραγγαλίζω΄ -ος αναλ. προς τα αρχ. ψεύδω, -ομαι - ψεῦ δος, πνίγω, -ομαι - πνῖγος `πνίξιμο απ΄ τη ζέστη΄, μτφρδ. γαλλ. angoisse]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go