Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβλαφτος
1 εγγραφή
άβλαφτος -η -ο [ávlaftos] Ε5 : άβλαβος2.

[μσν. άβλαφτος < ελνστ. ἄβλαπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες