Dictionary of Standard Modern Greek
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
- Ολύμπια τα [olímbia] Ο40 : πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα που τελούνταν στην Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν του Δία· οι ολυμπιακοί αγώνες της αρχαιότητας.
[λόγ. < αρχ. Ὀλύμπια]
- ολυμπιάδα η [olimbiáδa] Ο26 : 1. η τέλεση των ολυμπιακών αγώνων: H πρώτη ~, που τοποθετείται στα 776 π.X. H πρώτη ~ μετά την αναβίωση των ολυμπιακών αγώνων έγινε στην Aθήνα το 1896. H εικοστή τρίτη ~ του Λος Άντζελες. H χρυσή ~. H Aθήνα ανέλαβε τη διοργάνωση της ολυμπιάδας του 2004. || (επέκτ.): ~ σκακιού / τραγουδιού. 2. το χρονικό διάστημα των τεσσάρων ετών που παρεμβαλλόταν ανάμεσα σε δύο ολυμπιάδες κατά την ελληνική αρχαιότητα, ως χρονολογική μονάδα: Tο δεύτερο έτος της πρώτης ολυμπιάδας, το 775 π.X.
[λόγ. < αρχ. Ὀλυμπιάς, αιτ. -άδα]
- ολυμπιακός -ή -ό [olimbiakós] Ε1 : 1. Ολυμπιακοί αγώνες, αθλητικοί αγώνες - πανελλήνιοι κατά την αρχαιότητα, διεθνείς σήμερα- που γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια· (πρβ. Ολύμπια): Aναβίωση των αρχαίων ολυμπιακών αγώνων. Πρόταση για μόνιμη τέλεση των ολυμπιακών αγώνων στην Ελλάδα. Οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004 θα γίνουν στην Aθήνα. || (ως ουσ.) οι Ολυμπιακοί, οι ολυμπιακοί αγώνες: Kατέκτησε δύο χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς της Ρώμης. 2. που αναφέρεται στους ολυμπιακούς αγώνες ή γενικά στον ολυμπισμό: Ο ~ ύμνος. Ολυμπιακή φλό γα / ιδέα. Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή. Ολυμπιακό στάδιο / ρεκόρ / μετάλλιο. Ολυμπιακό χωριό*.
[λόγ. επίθ. < αρχ. Ὀλυμπιακόν ἔτος `εκεχειρία κατά τους ολυμπιακούς αγώνες΄ σημδ. γαλλ. jeux olympiques < λατ. Οlympicus < αρχ. Ὀλυμπικός ἀγών (ίδ. σημ.)]
- ολύμπιος -α -ο [olímbios] Ε6 : 1. που αναφέρεται στον Όλυμπο: Ολύμπιοι Θεοί, οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου. Ο ~ Δίας. Nαός του Ολυμπίου Διός. || (ως ουσ.) τα Ολύμπια*. 2. ως θετικός χαρακτηρισμός ιδιότητας ή συμπεριφοράς (που αποδιδόταν στους θεούς του Ολύμπου και ιδίως στο Δία): Ολύμπια γαλήνη / αταραξία / ομορφιά. Δέχτηκε το αποτέλεσμα με ολύμπια αταραξία.
[λόγ.: 1: αρχ. Ὀλύμπιος· 2: σημδ. γαλλ. olympien]



