Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Nοέμβρης ο [noémvris] Ο11 : (προφ.) Nοέμβριος: Mπήκε ~. Στις δύο του Nοέμβρη.
[μσν. Νοέ(μ)βρης < λατ. Novembris (λατ. novem `εννιά΄, αρχικά ο ένατος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου) με αποβ. του μεσοφ. [v] ]