Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κούλουρη
1 item total
Kούλουρη η [kúluri] Ο32α : παλαιότερη κοινή ονομασία της Σαλαμίνας, μόνο στη ΦΡ πήγε η ψυχή μου στην ~, φοβήθηκα, τρόμαξα πάρα πολύ.

[μσν. Κούλουρη όν. της Σαλαμίνας < αρχ. κόλουρος(;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go