Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- Γραικός ο [γrekós] Ο17 : παλαιότερη ονομασία των Ελλήνων, που είχε επικρατήσει κυρίως στα χρόνια της Tουρκοκρατίας· (πρβ. Ρωμιός).
[αρχ. (διαλεκτ.) εθν. Γραικός (όν. των Ηπειρωτών Δωριέων) & ελνστ. αντδ. Γραικός < λατ. Graecus < αρχ. Γραικός]



