Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ασσυρία
1 item total
ασσυριακός -ή -ό [asiriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aσσυρίους ή στην Aσσυρία: Aσσυριακό κράτος. ~ πολιτισμός. Aσσυριακή τέχνη.

[λόγ. < αρχ. Ἀσσύρι(οι) -ακός μτφρδ. αγγλ. Assyrian < αρχ. Ἀσσύριοι (πρβ. ελνστ. Ἀσσυρικός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go