Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αρκτική
2 εγγραφές [1 - 2]
αρκτικός 1 -ή -ό [arktikós] Ε1 : που βρίσκεται στο βορειότερο τμήμα της υδρογείου, ο βόρειος: ~ πόλος, ο βόρειος. Aρκτική ζώνη, η περιοχή γύρω από το Bόρειο Πόλο. ~ Ωκεανός, ο βόρειος παγωμένος. ~ κύκλος, ο βόρειος πολικός. Aρκτικές χώρες, που βρίσκονται στη βόρεια πολική ζώνη. || Aρκτικό ψύχος, για μεγάλο κρύο.

[λόγ. < αρχ. ἀρκτικός]

αρκτικός 2 -ή -ό : που βρίσκεται στην αρχή, που από αυτόν αρχίζει κτ.· αρχικός. ANT τελικός: Aρκτικό γράμμα λέξεων. Aρκτική συλλαβή. || Aρκτικοί χρόνοι των ρημάτων, που από αυτούς σχηματίζονται οι υπόλοιποι. ANT παράγωγοι.

[λόγ. < ελνστ. ἀρκτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες