Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρθρόποδα τα [arθrópoδa] Ο40 : (ζωολ.) συνομοταξία ζώων που έχουν σώμα και πόδια με πολλές αρθρώσεις: H αράχνη ανήκει στα ~. Tα περισσότερα ~ είναι έντομα.
[λόγ. < γερμ. Arthropoden < αρχ. ἄρθρ(ον) στη σημ.: `άρθρωση του σώματος΄ -ο- + αρχ. ποδ- (δες πόδι) -ον, πληθ. -α]