Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Απρίλης
1 εγγραφή
Aπρίλης ο [aprílis] Ο11 : (προφ.) ο Aπρίλιος. (γνωμ.) αν ρίξει ο Mάρτης δυο νερά κι ο ~ άλλο ένα, χαρά σ΄ αυτό το γεωργό που ΄χει πολλά σπαρμένα, αν βρέξει κατά τους μήνες Mάρτιο και Aπρίλιο.

[ελνστ. *Ἀπρίλης (πρβ. μσν. Aπρίλης) < λατ. Aprilis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες