Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *φωτογραφ*
12 εγγραφές [1 - 10]
αεροφωτογραφία η [aerofotoγrafía] Ο25 : φωτογραφία μιας περιοχής της επιφάνειας της γης που έχει ληφθεί από αεροπλάνο, αερόστατο κτλ.

[λόγ. αερο- + φωτογραφία μτφρδ. αγγλ. aerial photograph]

αεροφωτογραφίζω [aerofotoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 & (λόγ.) αεροφωτογραφώ [aerofotoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : φωτογραφίζω μια περιοχή της επιφάνειας της γης από αεροπλάνο, αερόστατο κτλ. που πετά.

[λόγ. αεροφωτογραφ(ία) -ώ και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. αεροφωτογραφησ-]

αεροφωτογράφιση η [aerofotoγráfisi] Ο33 : η φωτογράφιση μιας περιοχής της επιφάνειας της γης από αεροπλάνο, αερόστατο κτλ. που πετά.

[λόγ. αερο- + φωτογράφι(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. aerial photography]

αφωτογράφητος -η -ο [afotoγráfitos] Ε5 : που δεν τον έχουν φωτογραφίσει.

[λόγ. α- 1 φωτογραφη- (παθ. συνοπτ. θ. του φωτογραφίζω) -τος]

μικροφωτογραφία η [mikrofotoγrafía] Ο25 : φωτογραφία πολύ μικρών διαστάσεων.

[λόγ. < αγγλ. microphotograph < micro- = μικρο- 1 + photo graph = φωτογραφία]

τηλεφωτογραφία η [tilefotoγrafía] Ο25 : 1. φωτογραφία που τη διαβιβάζουν με τηλεοπτικά μέσα. 2. φωτογραφία που την παίρνουν με τηλεφα κό.

[λόγ. < αγγλ. telephotography < tele- = τηλε- + photography = φωτογραφία]

φωτογραφείο το [fotoγrafío] Ο39 : το εργαστήριο ή και το κατάστημα φωτογράφου.

[λόγ. φωτογράφ(ος) -είον]

φωτογραφία η [fotoγrafía] Ο25 : 1. μέθοδος, τεχνική με την οποία αποτυπώνεται μόνιμα μια εικόνα (αντικειμένου, προσώπου, χώρου κτλ.) επάνω σε μια φωτοευπαθή επιφάνεια (χαρτί, φιλμ, πλάκα κτλ.): Mαθήμα τα / σπουδές φωτογραφίας. H εξέλιξη της φωτογραφίας τα τελευταία χρόνια ήταν αλματώδης. || H ταινία πήρε το πρώτο βραβείο φωτογραφίας. 2. η εικόνα που παράγεται με την παραπάνω μέθοδο: Έγχρωμη / ασπρόμαυρη / ξεθωριασμένη ~. Kαλλιτεχνική ~. Έκθεση φωτογραφίας. Λήψη / εμφάνιση / εκτύπωση μιας φωτογραφίας. Παίρνω / βγάζω φωτογραφίες. Ξεφύλλιζε ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Οι εφημερίδες δημοσιεύουν τη ~ του δράστη / του θύματος. Ο δορυφόρος έστειλε καθαρές φωτογραφίες του πλανήτη Δία. || Για να τον προσλάβουν πρόσθεσαν στο νόμο μια διάταξη ~, μια διάταξη με τέτοιες προδιαγραφές ή προσόντα, που περιγράφουν (παράτυπα) ένα κυρίως πρόσωπο.

[λόγ. < γαλλ. photographie < photo- = φωτο- 2 + -graphie = -γραφία]

φωτογραφίζω [fotoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 & φωτογραφώ [fotoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παίρνω, βγάζω φωτογραφίες, εικόνες αντικειμένων με φωτογραφική μηχανή, απεικονίζω σε φωτογραφία: Tου αρέσει να φωτογραφίζει τα ηλιοβασιλέματα. Επιδιώκει να φωτογραφίζεται δίπλα σε διασημότητες. 2. (μτφ.) περιγράφω, προσδιορίζω κπ. ή κτ. με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο: Tο επικριτικό σχόλιο της εφημερίδας φωτογραφίζει συγκεκριμένο υπουργό.

[λόγ. φωτογραφ(ία) -ίζω μτφρδ. γαλλ. photographier < photographie = φωτογραφία· λόγ. φωτογραφ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. φωτογραφισ-]

φωτογραφικός -ή -ό [fotoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φωτογραφία, που είναι κατάλληλος για φωτογραφία: Φωτογραφική μηχανή. Φωτογραφικό χαρτί. Φωτογραφική αναπαράσταση / απεικόνιση ενός αντικειμένου. Φωτογραφικό αρχείο μιας εφημερίδας. || Φωτογραφική διάτα ξη (σ΄ ένα νόμο), που προσδιορίζει σε τέτοιο βαθμό τα προσόντα που απαιτούνται (συνήθ. για την κατάληψη μιας θέσης), ώστε να ταιριάζουν σε ένα κυρίως άτομο: Kατέλαβε τη θέση με ~ διάταξη που προστέθηκε στο νόμο εκ των υστέρων. || (ως ουσ.) η φωτογραφική, η τέχνη της φωτο γραφίας. φωτογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. photographique < photo graph(ie) = φωτογραφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες