Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *γραφω
66 εγγραφές [1 - 10]
-γραφώ [γrafó] -ούμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα (συχνά σε αντιστοιχία με σύνθετο αρσενικό ουσιαστικό σε -γράφος 1)· συνήθ. δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος ασχολείται: 1. (συνήθ. επαγγελματικά) με τη σύνταξη κειμένων σχετικών με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: επιστολο~, λιβελο~. 2. με την άσκηση συγκεκριμένης επιστήμης: λεξικο~. 3. με τη διαδικασία εγγραφής, καταγραφής που συνεπάγεται το α' συνθετικό: ηχο~, κινηματο~. 4. με την εκτέλεση συγκεκριμένης καλλιτεχνικής δημιουργίας της οποίας το υλικό ή το αντικείμενο δίνει το α' συνθετικό: αγιο~, εικονο~, σκηνο~, σκιτσο χαρτο~.

[λόγ. < αρχ. -γραφῶ (< -γράφος) ως β' συνθ.: αρχ. ζω-γραφῶ `παριστάνω ζώα΄, ελνστ. πολιτο-γραφῶ & μτφρδ. γαλλ. -graphier < αρχ. -γραφῶ: τηλε-γρα φώ < γαλλ. télégraphier (με βάση το ουσ. τηλέ-γραφος)]

αγιογραφώ [ajioγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : διακοσμώ ναό με θρησκευτικές παραστάσεις· ιστορώ2: Ο ναός ήταν αγιογραφημένος από έξοχους τεχνίτες.

[λόγ. αγιο- + -γραφώ]

αεροφωτογραφίζω [aerofotoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 & (λόγ.) αεροφωτογραφώ [aerofotoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : φωτογραφίζω μια περιοχή της επιφάνειας της γης από αεροπλάνο, αερόστατο κτλ. που πετά.

[λόγ. αεροφωτογραφ(ία) -ώ και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. αεροφωτογραφησ-]

ακτινογραφώ [aktinoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : (ιατρ.) βγάζω σε κπ. ακτινογραφία, τον εξετάζω με ακτινογραφία.

[λόγ. ακτινο(γραφία) -γραφώ μτφρδ. γαλλ. radiographier (-graphier = -γραφώ)]

αλληλογραφώ [aliloγrafó] Ρ10.9α : έχω αλληλογραφία με κπ., ανταλλάσσω επιστολές: ~ τακτικά με τους φίλους μου στο εξωτερικό. Aλληλογραφούμε σπάνια, γιατί επικοινωνούμε τηλεφωνικά.

[λόγ. < μσν. αλληλογραφώ `συντάσσω από κοινού΄ < αλληλο- + -γραφώ σημδ. γαλλ. correspondre]

αναγράφω [anaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. ανέγραψα, απαρέμφ. αναγράψει, παθ. αόρ. αναγράφηκα και αναγράφτηκα, απαρέμφ. αναγραφεί και αναγραφτεί : (λόγ.) γράφω κτ., συνήθ. πάνω σε μια εξωτερική επιφάνεια: Στα κουτιά πρέπει να αναγράφεται η τιμή του προϊόντος. Tα είδη που αναγράφονται σ΄ αυτόν τον κατάλογο…, που γράφονται, που αναφέρονται. || καταχωρίζω: Στον προϋπολογισμό αναγράφηκε ειδική πίστωση. || δημοσιεύω κτ. συνήθ. σε εφημερίδα.

[λόγ. < αρχ. ἀναγράφω `χαράζω δημόσια επιγραφή, καταχωρώ΄]

αντιγράφω [andiγráfo] -ομαι Ρ αόρ. αντέγραψα, απαρέμφ. αντιγράψει, παθ. αόρ. αντιγράφτηκα και (σπάν.) αντιγράφηκα, απαρέμφ. αντιγραφτεί και (σπάν.) αντιγραφεί, μππ. αντιγραμμένος : αναπαράγω κτ. χρησιμοποιώντας ένα πρότυπο. 1α. δημιουργώ αντίγραφο ενός γραπτού κειμένου, ξαναγράφω το περιεχόμενό του: ~ ένα γράμμα / ένα συμβόλαιο. ~ με το χέρι / τη γραφομηχανή. Είναι χαμένος κόπος να αντιγράφεις σήμερα ένα σπάνιο βιβλίο, γιατί μπορείς να το βγάλεις σε φωτοαντίγραφα. ~ ένα σχεδιάγραμμα. β. (για γραπτές εξετάσεις) γράφω παίρνοντας κρυφά πληροφορίες ιδίως από βιβλίο ή από άλλον εξεταζόμενο· κλέβω: Mηδενίστηκε, γιατί τον έπιασαν να αντιγράφει. γ. (για έργο τέχνης) κατασκευάζω απομίμηση ενός πρωτότυπου έργου: ~ ένα ζωγραφικό πίνακα. 2. (μτφ.) μιμούμαι κπ. ή κτ.: ~ ένα μουσικό κομμάτι. ~ τους τρόπους / τις μεθόδους / τη συμπεριφορά κάποιου. Tο παιδί αντιγράφει τις πράξεις των μεγάλων.

[λόγ. < αρχ. ἀντιγράφω `γράφω σε απάντηση΄, ελνστ. ἀντιγράφομαι `κάνω επίσημο αντίγραφο΄, σημδ. γαλλ. copier]

ανωνυμογραφώ [anonimoγrafó] Ρ10.9α : γράφω και δημοσιεύω ανώνυμες επιστολές ή κείμενα.

[λόγ. ανωνυμογράφ(ος) -ώ]

απογράφω [apoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. απέγραψα, απαρέμφ. απογράψει, παθ. αόρ. απογράφηκα και απογράφτηκα, απαρέμφ. απογραφεί και απογραφτεί : κάνω απογραφή1: Aπογράφηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού.

[λόγ. < αρχ. ἀπογράφω `καταχωρώ σε αρχείο΄]

αποκρυπτογραφώ [apokriptoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.διαβάζω και ερμηνεύω ένα κείμενο που είναι γραμμένο: α. σε μυστικό, συνθηματικό κώδικα. ANT κρυπτογραφώ: Kατάφεραν να βρουν τον κώδικα και να αποκρυπτογραφήσουν το κείμενο. β. με σύμβολα μιας άγνωστης γλώσσας: Οι επιστήμονες αποκρυπτογράφησαν τη σφηνοειδή γραφή / τη Γραμμική B. 2. (μτφ.) κατανοώ ή ερμηνεύω κτ. που είναι περίπλοκο, δυσνόητο ή δυσερμήνευτο: Δυσκολεύτηκα να αποκρυπτογραφήσω το νόημα των λόγων του.

[λόγ. απο- κρυπτογραφώ μτφρδ. γαλλ. décrypter (< de- + αρχ. κρυπτός)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες