Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *γραφ*
563 εγγραφές [1 - 10]
-γράφημα [γráfima] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το γραπτό κείμενο το οποίο παράγεται από την άσκηση της συγκεκριμένης ενέργειας που εκφράζει το αντίστοιχο ρήμα σε -γραφώ: ευθυμο~, λιβελο~· τηλε~. 2α. (ιατρ.) ιατρική εξέταση της λειτουργίας του οργάνου του ανθρώπινου σώματος που εκφράζει το α' συνθετικό με το ανάλογο όργανο μέτρησης σε -γράφος 2 καθώς και την αποτύπωση, καταγραφή αυτής της εξέτασης· -γραφία5: αγγειο~, αρτηριο~, καρδιο~. β. (επιστ.) γραφική παράσταση: φασματο~.

[λόγ. < αρχ. -γράφημα < θ. γραφη- (γράφω) -μα ως β' συνθ.: αρχ. σκια-γράφημα & διεθ. -gramme `καταγραφή δεδομένων ή μηνύματος΄ < αρχ. γράμμα: τη λε-γράφημα, σφυγμο-γράφημα < γαλλ. télégramme, sphygmogramme]

-γράφηση [γráfisi] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει την εκτέλεση της ενέργειας που συνεπάγεται το ανάλογο ρήμα σε -γραφώ: αποκρυπτο~, ηχο~, κινηματο~, χαρτο~.

[λόγ. -γραφη- (δες -γραφώ) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ἀναζωγράφη-σις `ζωγραφική αναπαράσταση΄)]

-γραφία [γrafía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά παράγωγα συνήθ. από ουσιαστικά σε -γράφος· δηλώνει: 1. το σύνολο των εργασιών που αφορούν την άσκηση του έργου που συνεπάγεται το ανάλογο ουσιαστικό σε -γράφος 1 και με επέκταση την οικεία επιστήμη ή το οικείο λογοτεχνικό ή φιλολογικό είδος: αρθρο~· δημοσιο~· ιστοριο~, λεξικο~, πεζο~. 2. τη διαδικασία, τεχνική γραφής που συνεπάγεται το α' συνθετικό: τυπο~. 3. τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική δημιουργία (της οποίας το υλικό ή το αντικείμενο δίνει το α' συνθετικό): αγιο~, λιθο~, ξυλο~, προσωπο~, τοιχο~. 4. κατάλογο, σύνολο άρθρων, μελετών κτλ. τα οποία εκφράζονται από το α' συνθετικό και αφορούν ένα συγκεκριμένο θέμα: βιβλιο~, κριτικο~, σύνολο βιβλίων, κριτικών. 5. (ιατρ.) ιατρική εξέταση του μέρους του ανθρώπινου σώματος που εκφράζει το α' συνθετικό, με τη βοήθεια ανάλογου ιατρικού οργάνου σε -γράφος 2 καθώς και τη γραπτή απεικόνισή της· -γράφημα2: αγγειο~, αδενο~, αρτηριο~, μυο~.

[λόγ. < αρχ. -γραφία < γράφ(ω) -ία ως β' συνθ.: αρχ. δικο-γραφία `σύνθεση δικανικών λόγων΄, ελνστ. ἱστοριο-γραφία, βιβλιο-γραφία & διεθ. -graphie < αρχ. -γραφία: τυπο-γραφία < νλατ. typographia, φωτο-γραφία, αρτηριο-γραφία < γαλλ. photographie, artériographie]

-γραφος -η -ο [γrafos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα με παθητική σημασία· (πρβ. -γράφος 1)· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει γραφτεί με τον τρόπο που συνήθ. εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: αυτό~, ιδιό~· δακτυλό~, δακτυλογραφημένος· χειρό~. || δί~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου γένους: αυτόγραφο, χειρόγραφο· υστερόγραφο, που γράφεται μετά, εκ των υστέρων.

[λόγ. < ελνστ. -γραφος < αρχ. γράφ(ω) -ος ως β' συνθ.: ελνστ. ψευδεπί-γραφος, χειρό-γραφον & διεθ. -graph < ελνστ. -γραφος: ομό-γραφα < γαλλ. homographes]

-γράφος 1 [γráfos] θηλ. -γράφος [γráfos] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά με ενεργητική σημασία· (πρβ. -γραφος -η -ο)· δηλώνει: 1. πρόσωπο που έχει την ιδιότητα να ασχολείται συνήθ. επαγγελματικά: α. με τη σύνταξη κειμένων σχετικών με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρθρο~, επιφυλλιδο~, ευθυμο~, κοσμικο~, πρακτικο~. β. με τον τρόπο γραφής που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: δακτυλο~, τυπο~. 2. επιστήμονα ή λογοτέχνη ειδικούς στον τομέα που συνεπάγεται το α' συνθετικό: λεξικο~, ωκεανο~· δοκιμιο~, μυθιστοριο~. 3. δημιουργό ή ειδικότερα καλλιτέχνη του οποίου το υλικό ή το αντικείμενο της δουλειάς του δηλώνεται με το α' συνθετικό: αγιο~, λιθο~, σκιτσο~.

[λόγ. < ελνστ. -γράφος (< αρχ. ρ. γράφ(ω) -ος) ως β' συνθ.: ελνστ. ἱστοριο-γράφος, γεω-γράφος & διεθ. -graph < ελνστ. -γράφος: τυπο-γράφος < νλατ. typo graphus, στενο-γράφος, υδρο-γράφος < γαλλ. sténographe, hydro graphe]

-γράφος 2 : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. (επιστ.) όργανο κατάλληλο για την αποτύπωση, γραπτή παράσταση αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: ανεμο~, σεισμο~. || όργανο για τη σχεδίαση αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: γραμμο~, καμπυλο~. 2. (ειδ. ιατρ.) όργα νο, συσκευή κτλ. κατάλληλα για την αποτύπωση της λειτουργίας του μέρους του σώματος που εκφράζει το α' συνθετικό: αρτηριο~, θωρακο~, καρδιο~, σφυγμο~.

[λόγ. < διεθ. -graph < ελνστ. -γράφος (δες -γράφος 1) ως β' συνθ.: σεισμο-γράφος, καρδιο-γράφος < γαλλ. séismo graphe, cardiographe]

-γραφώ [γrafó] -ούμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα (συχνά σε αντιστοιχία με σύνθετο αρσενικό ουσιαστικό σε -γράφος 1)· συνήθ. δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος ασχολείται: 1. (συνήθ. επαγγελματικά) με τη σύνταξη κειμένων σχετικών με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: επιστολο~, λιβελο~. 2. με την άσκηση συγκεκριμένης επιστήμης: λεξικο~. 3. με τη διαδικασία εγγραφής, καταγραφής που συνεπάγεται το α' συνθετικό: ηχο~, κινηματο~. 4. με την εκτέλεση συγκεκριμένης καλλιτεχνικής δημιουργίας της οποίας το υλικό ή το αντικείμενο δίνει το α' συνθετικό: αγιο~, εικονο~, σκηνο~, σκιτσο χαρτο~.

[λόγ. < αρχ. -γραφῶ (< -γράφος) ως β' συνθ.: αρχ. ζω-γραφῶ `παριστάνω ζώα΄, ελνστ. πολιτο-γραφῶ & μτφρδ. γαλλ. -graphier < αρχ. -γραφῶ: τηλε-γρα φώ < γαλλ. télégraphier (με βάση το ουσ. τηλέ-γραφος)]

αβιβλιογράφητος -η -ο [avivlioγráfitos] Ε5 : που δεν τον έχουν περιλάβει σε βιβλιογραφία: Aβιβλιογράφητη μελέτη. Aβιβλιογράφητο έντυπο. ~ συγγραφέας.

[λόγ. α- 1 βιβλιογραφη- (βιβλιογραφώ) -τος]

αγγειογραφία 1 η [angioγrafía] Ο25 : 1.η τέχνη και η τεχνική της ζωγραφικής διακόσμησης των αγγείων καθώς η αντίστοιχη παράσταση: Mια ~ που παριστάνει το θάνατο του Πατρόκλου / σκηνή από συμπόσιο. 2. η αγγειολογία 1.

[λόγ. αγγειο- 1 + -γραφία]

αγγειογραφία 2 η : (ιατρ.) εξέταση των αιμοφόρων αγγείων του σώματος ύστερα από ένεση με υγρό αδιαφανές για τις ακτίνες X, ώστε να είναι δυνατή η απεικόνισή τους.

[λόγ. < γαλλ. angiographie < angio- = αγγειο- 2 + -graphie = -γραφία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες