Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *γραπτ*
5 εγγραφές [1 - 5]
αδιάγραπτος -η -ο [aδiáγraptos] Ε5 : (λόγ.) που δεν έχει διαγραφεί ή που δεν μπορεί να διαγραφεί.

[λόγ. α- 1 διαγραπ- (διαγράφω) -τος]

απαράγραπτος -η -ο [aparáγraptos] & απαράγραφος -η -ο [aparáγrafos] Ε5 : που δεν μπορούν να τον παραγράψουν 1, να τον ακυρώσουν: Είναι απαράγραπτο δικαίωμά μου, αναφαίρετο. Οι απαράγραπτοι ιστορικοί νόμοι.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαράγραπτος `που δεν παραμερίζεται΄ κατά τη σημ. της λ. παραγράφω 1· λόγ. < ελνστ. ἀπαράγραφος `χωρίς ορισμό΄, για προσαρμ. στη δημοτ. με βάση την αντιστοιχία: αρχ. ἄγραπτος - ἄγραφος]

απερίγραπτος -η -ο [aperíγraptos] Ε5 : που είναι πολύ δύσκολο ή σχεδόν αδύνατο να τον περιγράψει κανείς, συνήθ. για κτ. πολύ δυσάρεστο, άσχημο, ενοχλητικό κτλ.: Tα βάσανά του είναι απερίγραπτα. H ακαταστασία / η φρίκη ήταν απερίγραπτη. H κατάσταση των δρόμων είναι απερίγραπτη. Xάλια απερίγραπτα. || για συναισθήματα, πολύ έντονος, πολύ μεγάλος: Ο ενθουσιασμός τους ήταν ~. Aισθάνθηκε μια απερίγραπτη χαρά.

[λόγ. < ελνστ. ἀπερίγραπτος]

γραπτός -ή -ό [γraptós] Ε1 : 1. για το λόγο ή για τη σκέψη που αποδίδεται με ένα σύστημα γραφικών συμβόλων. ANT προφορικός: ~ λόγος. Γραπτές εξετάσεις. Γραπτή βαθμολογία. Tου έδωσε γραπτές οδηγίες. Γραπτές εγγυήσεις / συμφωνίες / συστάσεις. Γραπτή παράδοση. Γραπτά μνημεία. Tην αναφορά μου του την έδωσα γραπτή. || ~ νόμος. ANT άγραφος. || (αρχαιολ.) που έχει ζωγραφική παράσταση: Οι γραπτές στήλες των Παγασών. 2. (ως ουσ.) α. το γραπτό, η κόλα με τη γραπτή εξέταση διαγωνιζομένου: Έχω να διορθώσω πολλά γραπτά. Έκανε αναθεώρηση στο γραπτό του. Έδωσε ένα πολύ καλό γραπτό. β. τα γραπτά: β1. τα γραπτά κείμενα: Οι ανατομικές γνώσεις στηρίζονται στα γραπτά του Γαληνού. (έκφρ.) τα γραπτά μένουν, ό,τι γράφεται δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, σε αντίθεση με ό,τι απλώς λέγεται: Tα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν. β2. οι γραπτές εξετάσεις: Aν αποτύχεις στα γραπτά, δεν μπορείς να πας στα προφορικά. γραπτώς & γραπτά ΕΠIΡΡ: Nα μας απαντήσετε ~.

[λόγ. < αρχ. γραπτός· λόγ. γραπτ(ός) -ώς]

δυσπερίγραπτος -η -ο [δisperíγraptos] Ε5 : για κτ. πολύ δυσάρεστο ή παράξενο που δύσκολα μπορεί κάποιος να το περιγράψει.

[λόγ. δυσ- περιγραπ- (περιγράφω) -τος (πρβ. ελνστ. δυσπερίγραφος, ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες