Dictionary of Standard Modern Greek
11 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- -ώροφος -η -ο [órofos] : το ουσ. όροφος ως β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· χαρακτηρίζει την προσδιοριζόμενη κατασκευή από τον αριθμό των ορόφων που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει συνήθ. ως α' συνθετικό: εξα~, επτα~, οκτα~, μον~, πεντα~, τετρα~. || πολυ~.
[λόγ. < αρχ. -ώροφος θ. του ουσ. ὄροφ(ος) -ος ως β' συνθ.: αρχ. τρι-ώροφος, τε τρ-ώροφος, ελνστ. τετρα-ώροφος]
- διώροφος -η -ο [δiórofos] Ε5 : α. που έχει δύο ορόφους: Διώροφη οικοδομή / μονοκατοικία. β. που έχει δύο επίπεδα: Διώροφο λεωφορείο. || Διώροφη τούρτα.
[λόγ. < ελνστ. διώροφος]
- εξαώροφος -η -ο [eksaórofos] Ε5 : που έχει έξι ορόφους: Ένα εξαώροφο κτίριο. Εξαώροφη οικοδομή / πολυκατοικία.
[λόγ. εξα- + -ώροφος]
- επταώροφος -η -ο [eptaórofos] & εφταώροφος -η -ο [eftaórofos] Ε5 : (ιδ. για κτίριο) που έχει εφτά ορόφους: Επταώροφη πολυκατοικία. || (ως ουσ.) το επταώροφο & το εφταώροφο, οικοδομή με εφτά ορόφους.
[λόγ. επτα- + -ώροφος (πρβ. ελνστ. ἑπτώροφος ίδ. σημ.)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- ημιώροφος ο [imiórofos] Ο19 : όροφος συνήθ. χαμηλοτάβανος και χωρίς μπαλκόνι, που βρίσκεται ανάμεσα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο· μεσοπάτωμα.
[λόγ. ημι- + -ώροφος μτφρδ. γερμ. Halbgeschoß]
- μονώροφος -η -ο [monórofos] Ε5 : (για κτίριο) που έχει ένα μόνο όροφο.
[λόγ. < μσν. μονώροφος < μον(ο)- + -ωροφος]
- οκταώροφος -η -ο [oktaórofos] Ε5 : που έχει οχτώ ορόφους: Οκταώροφη πολυκατοικία / οικοδομή.
[λόγ. οκτα- + -ώροφος]
- πενταώροφος -η -ο [pendaórofos] Ε5 : (ιδ. για κτίριο) που έχει πέντε ορόφους: Πενταώροφη οικοδομή / πολυκατοικία. || (επέκτ.): Πενταώροφη τούρτα.
[λόγ. πεντα- + -ώροφος (πρβ. ελνστ. πεντώροφος ίδ. σημ.)]
- πολυώροφος -η -ο [poliórofos] Ε5 : (για κτίριο) που έχει πολλούς ορόφους, πολλά πατώματα. ANT μονώροφος: Πολυώροφα κτίρια / σπίτια / καταστήματα. Πολυώροφες οικοδομές / κατοικίες.
[λόγ. < ελνστ. πολυώροφος]
- τετραώροφος -η -ο [tetraórofos] Ε5 : 1. που έχει τέσσερις ορόφους: Tετραώροφη πολυκατοικία / οικοδομή. || (ως ουσ.) το τετραώροφο, τετραώροφο κτίσμα. 2. για κτ. που το έχουν κατασκευάσει σε τέσσερα επίπεδα: Tετραώροφη τούρτα.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. τετραώροφον τό, αρχ. επίθ. τετρώροφος]