Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ιάρης"
2 εγγραφές [1 - 2]
-ιάρης [ris] θηλ. -ιάρισσα [risa] (η προφορά του [(ia)] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που το επάγγελμά του είναι σχετικό με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -άρης): (αρκούδα) αρκουδιάρης, (κάρβουνο) καρβουνιάρης, (σκουπίδι) σκουπιδιάρης, (ταβέρνα) ταβερνιάρης.

[ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθήματος επιθ. -ιάρης -ιάρα -ιάρικο· -ιάρ(ης) -ισσα]

-ιάρης -ιάρα -ιάρικο [ris] (η προφορά του [] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων που συχνά θεωρούνται και ουσιαστικά· μέσα στην πρόταση λειτουργούν κυρίως ως κατηγορούμενα και λιγότερο ως επιθετικοί προσδιορισμοί. α. (σε παράγωγα από ουσιαστικά) δηλώνει εκείνον που χαρακτηρίζεται από ιδιότητα, εμφάνιση ή συμπεριφορά σχετικές με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (βλ. -άρης -άρα -άρικο)· (πρβ. -ικος -ικη / -ικια -ικο): (μεροκάματο) μεροκαματιάρης - μεροκαματιάρα - μεροκατιάρικο, (καυχησιά) καυχησιάρης - καυχησιάρα - καυχησιάρικο, (λύπηση < λυπάμαι) λυπησιάρης - λυπησιάρα - λυπησιάρικο. || συχνά με μειωτική σημασία χαρακτηρίζει κπ. από κάποιο ελάττωμα ή πάθηση ή γενικά από κάποιο αρνητικό του στοιχείο: (σπυρί) σπυριάρης - σπυριάρα - σπυριάρικο, (τσίμπλα) τσιμπλιάρης - τσιμπλιάρα - τσιμπλιάρικο, (ψώρα) ψωριάρης - ψωριάρα - ψωριάρικο. β. (σε παράγωγα από επίθ.) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει συνήθ. πιο έντονη την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ανάποδος) αναποδιάρης - αναποδιάρα - αναποδιάρικο, (κίτρινος) κιτρινιάρης - κιτρινιάρα - κιτρινιάρικο, (παλαβός) παλαβιάρης - παλαβιάρα - παλαβιάρικο.

[μσν. μετουσ. και σπάν. μετεπιθ. επίθημα -ιάρης: μσν. αγαπησ-ιάρης, νεοελλ. μυξ-ιάρης (< μύξ-α), κιτριν-ιάρης (< κίτριν-ος) < μσν. -άρης σε λ. που το θέμα τους λήγει σε [i] : μσν.(;) ταξίδι > ταξιδι-άρης, χτικι(ό) > χτικι-άρης, βλογι(ά) > βλογι-άρης, και επίσης αντικατάσταση του μσν. -άρης από νεοελλ. -ιάρης: μσν. ταβερν-άρης > νεοελλ. ταβερν-ιάρης, μσν. αρρωστ-άρης > νεοελλ. αρρωστ-ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες