Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -δήποτε [δípote] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. αναφορικών αντωνυμιών παράγωγων από άλλες αναφορικές αντωνυμίες· οι νέες αντωνυμίες διατηρούν την κλίση που είχαν και πριν από την παραγωγή. α. επιτείνει την αοριστολογική σημασία των αντωνυμιών αυτών: (όποιος) οποιοσδήποτε, (ό,τι) οτιδήποτε. Έλα οποιαδήποτε ώρα θέλεις. Για οποιονδήποτε λόγο / οποιαδήποτε πληροφορία απευθυνθείτε στη γραμματεία. β. προσδίδει αοριστολογική σημασία στις αντωνυμίες αυτές: (όσος) οσοσδήποτε. 2. αναφορικών επιρρημάτων παράγωγων από άλλα επιρρήματα ή συνδέσμους· επιτείνει την αοριστολογική σημασία τους: (όποτε) οποτεδήποτε, (όπου) οπουδήποτε.
[αρχ. -δήποτε (< δή ποτε `κάποτε΄) ως β' συνθ.: αρχ. οἱοσδήποτε]