Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -άρα 1 [ára] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: 1. με μεγεθυντική σημασία: (βιβλίο) βιβλιάρα, (τρύπα) τρυπάρα, (φέτα) φετάρα, (χείλι) χειλάρα, (Λένα) Λενάρα· (μύτη) μυτάρα και μύταρος· (βλ. -αρος). 2. (οικ.) με επιτατική σημασία - χωρίς αναγκαστικά να υπονοείται και η μεγεθυντική σημασία- για να δηλώσει την ύπαρξη σε πολύ μεγάλο βαθμό των στοιχείων ή της ιδιότητας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -αρος2): (γυναίκα) γυναικάρα, (γκόμενα) γκομενάρα, (έργο) εργάρα, (ηθοποιός) ηθοποιάρα, (ομάδα) ομαδάρα, (παίχτης) παιχτάρα.
[< υποκορ. -άρ(ι) με προσθήκη του μεγεθ. -α αναλ. προς ζευγάρια ουδ. υποκορ. - θηλ. μεγεθ.: γίδ-ι - γίδ-α, περδίκ-ι - πέρδικ-α]



