Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εκ-"
1 εγγραφή
εκ- [ek] & [eg], κάποτε πριν από [v, γ, δ, z] & εξ- [eks], πριν από φωνήεν & έκ- [ék] ή [ég] ή έξ- [éks], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η πρόθεση εκ ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων· συνήθ. δηλώνει: I1α. αφαίρεση· (πρβ. απο-): εκκοκίζω· εκκοκιστήριο, εκχύμωση, εκχωμάτωση, εξαερισμός· εκκοκιστικός. β. απομάκρυνση από αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: εκθρονίζω, εκπατρίζομαι, εκτοπίζω· εκθρόνιση, εκπατρισμός, εκτόπιση. γ. κίνηση, φορά προς τα έξω: εκπαραθυρώνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω· εκπαραθύρωση, εκτίναξη, εκτόξευση, εκσφενδόνιση· συχνά σε αντίθεση με το εισ-: εκβάλ λω, εκπνέω, εκρέω, εξέρχομαι· εκβολή, εκπνοή, εκροή, έξοδος. 2. με τη σημασία: α. έξω, προς τα έξω: έξωμος· (ιατρ.) εξόφθαλμος, εξοφθαλμία. β. έξω από τα όρια που θέτει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εκπρόθεσμος. ANT εμπρόθεσμος. 3. (σε ρήματα) προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το υποκείμενο: εκμαιεύω, εκπλειστηριάζω, εκτελωνίζω, εκφοβίζω, εξαναγκάζω· εκτελωνισμός, εκφοβισμός, εξαναγκασμός· εκβιαστικός. 4. (σε ρήματα) δηλώνει τη μεταβολή του αντικειμένου στην κατάσταση που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκλαϊκεύω, εκχυδαΐζω, εξατμίζω, εξαϋλώνω, εξαχνώνω· εκλαΐκευση, εκχυδαϊσμός, εξάτμιση, εξαΰ λωση, εξάχνωση. || εντατική εφαρμογή ή επιβολή των στοιχείων που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εκβιομηχανίζω, εκγαλλίζω, εκπολιτίζω, εξαγγλίζω, εξευρωπαΐζω, εξισλαμίζω· εκβιομηχάνιση, εκγαλλισμός, εξευρωπαϊσμός, εξηλεκτρισμός, εκπολιτιστικός. 5. λειτουργεί: α. ως επιτατικό: έκδηλος, έκθαμβος, εκκωφαντικός, έκπληκτος, εκτυφλωτικός, εξεζητημένος· εκζήτηση, εκθήλυνση, εκμάθηση, εκλέπτυνση· εκγυμνάζω. β. ως στερητικό αίροντας τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: έκρυθμος, έκτακτος· εκτονώνω· εκτόνωση. II. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: εκλέγω, εξοχή.

[λόγ. < αρχ. ἐξ- (ἐκ- πριν από σύμφ.) < πρόθ. ἐξ (ἐκ) `από, μέσα από΄ ως α' συνθ., παραγωγικό ρημάτων: αρχ. ἐκ-καλύπτω `ξεσκεπάζω΄, ἐξ-απατῶ `απατώ τελείως΄, ἐξ-ανδραποδίζω, ἐκ-βαρβαρῶ καθώς και μεταρ. ουσ.: ελνστ. ἐξ-ανδραποδισμός, ἐκ-βαρβάρωσις & διεθ. ec- < αρχ. ἐκ-: εκ-κρινολογία < γαλλ. eccrinologie & σε μτφρδ.: εκ-θρονίζω < γαλλ. détrἄner· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες