Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όζω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όζω [ózo] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) αναδίδω άσχημη μυρωδιά.

[λόγ. < αρχ. ὄζω]

[Λεξικό Κριαρά]
όζω.
  • Αναδίδω οσμή ευχάριστη ή δυσάρεστη·
    • (εδώ) βρομώ και ζέχνω:
      • (Προσκυν. Ιβ. 535 1040), (Ιερακοσ. 46329
    • (εδώ σε παροιμ. φρ.):
      • Εβραίος όζει και βρομεί και όλη του η θήκη (Διήγ. παιδ. 424).

[αρχ. όζω. Διαφ. τ. της λ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οζώον το,
βλ. ζώον.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go