Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φύομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φύομαι [fíome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (για φυτά) έχω, βρίσκω τις κατάλ ληλες συνθήκες ώστε να φυτρώσω, να ευδοκιμήσω: Φυτά που φύονται σε ξηρά / υγρά / λιμνώδη εδάφη. || φυτρώνω, βλασταίνω.

[λόγ. < αρχ. φύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go